- ἀσπαλιεύς
- ἀσπᾰλι-εύς, έως, ὁ, = sq., Nic.Th.704, Opp.H.3.29, al.
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.
ασπαλιεύς — ἀσπαλιεύς, ο (Α) ο ψαράς. [ΕΤΥΜΟΛ. Τεχνικός όρος αβέβαιης προελεύσεως. Η λ. ασπαλιεύς θεωρήθηκε ως παράγωγο ενός τ. άσπαλος «ιχθύς» (Ησύχ.), έπειτα από αναλογική επίδραση του τ. αλιεύς. Υποστηρίχθηκε εξάλλου ότι ο τ. άσπαλος συνδέεται με τα λατ.… … Dictionary of Greek
ἀσπαλιεύς — masc nom sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἀσπαλιεῖς — ἀσπαλιεύς masc acc pl ἀσπαλιεύς masc nom/voc pl (parad form) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἀσπαλιεῖ — ἀσπαλιεύς masc dat sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἀσπαλιεῦσι — ἀσπαλιεύς masc dat pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἀσπαλιεῦσιν — ἀσπαλιεύς masc dat pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἀσπαλιῆες — ἀσπαλιεύς masc nom/voc pl (epic ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἀσπαλιῆι — ἀσπαλιεύς masc dat sg (epic ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἀσπαλιῆος — ἀσπαλιεύς masc gen sg (epic ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἀσπαλιήων — ἀσπαλιεύς masc gen pl (epic ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἀσπαλιῆ' — ἀσπαλιῆα , ἀσπαλιεύς masc acc sg (epic ionic) ἀσπαλιῆι , ἀσπαλιεύς masc dat sg (epic ionic) ἀσπαλιῆε , ἀσπαλιεύς masc nom/voc/acc dual (epic ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)